σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
σακ(κ)οπήρα — η / σακκοπήρα, ΝΜΑ οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»] … Dictionary of Greek
σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος … Dictionary of Greek
σακ' — σακέ , σακός masc voc sg σᾱκέ , σηκός pen masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Sigma Alpha Kappa — Infobox Fraternity | name= Sigma Alpha Kappa letters = ΣΑΚ crest = motto = Building Leaders with strong minds, strong bodies, and strong character colors = Royal Purple, Black, and White flower = White Carnation birthplace = Loyola University New … Wikipedia
σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… … Dictionary of Greek
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
List of social fraternities and sororities — Social or general fraternities and sororities, in the North American fraternity system, are those that do not promote a particular profession (as professional fraternities are) or discipline (such as service fraternities and sororities). Instead … Wikipedia
Athanássios Príttas — Sákis Príttas Pas d image ? Cliquez ici. Situation actuelle Club actuel … Wikipédia en Français
καμπουλάκι — καμπουλάκι, τὸ (Μ) κοιλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ουλ άκι, πρβλ. αβγ ουλ άκι, σακ ουλ άκι] … Dictionary of Greek